- ευκάρδιος
- εὐκάρδιος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που έχει γενναία καρδιά, ο θαρραλέος, ο τολμηρός2. (για ίππο) σφριγηλός, θυμοειδής3. ο καλός για το στομάχι3. αυτός που δυναμώνει την καρδιά, ο δυναμωτικός.επίρρ...εὐκαρδίωςμε γενναία καρδιά, θαρραλέα, τολμηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καρδία].
Dictionary of Greek. 2013.